στριφτός

στριφτός
-ή, -ό
στριμμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στριφτός — ή, ό, Ν [στρίβω / στρίφω] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή») 2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι. επίρρ... στριφτά Μ με στριφτό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές …   Dictionary of Greek

  • επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… …   Dictionary of Greek

  • πλόκιος — α, ον, Α [πλόκος] 1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός 2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία τής φύσης …   Dictionary of Greek

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

  • στριφτάρι — και στριφτάλι, το, Ν [στριφτός] 1. στροφέας 2. (ιδίως) το κλειδί με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κόλλαβος …   Dictionary of Greek

  • στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « …   Dictionary of Greek

  • τόρτριξ — ο, Ν ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής πολυπληθούς οικογένειας τορτρικίδες, με 4.500 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη, τών οποίων οι φυτοπαρασιτικές προνύμφες προσβάλλουν πολλά δένδρα και θάμνους προκαλώντας συχνά σοβαρές …   Dictionary of Greek

  • φιδένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει σχήμα φιδιού, στριφτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”